σφυρηδόν

σφυρηδόν
σφῡρ-ηδόν, Adv.
A like a hammer,

σ. τῇ δεξιᾷ πλήξας Philostr.Gym. 20

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σφυρηδόν — like a hammer indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυρηδόν — Α επίρρ. όμοια με σφύρα («σφυρηδὸν τῇ δεξιᾷ πλήξας», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”